σητος

σητος
    σητός
     Arst. etc. gen. к σής См. σης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σητος" в других словарях:

  • σητός — σής moth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σητοτρόφος — ον, Μ το αρσ. ως ουσ. ὁ σητοτρόφος αυτός που τρέφει τους σκόρους, δηλαδή αυτός που συγκεντρώνει βιβλία και δεν τά διαβάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ὀρνιθο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • σητόβρωτος — η, ο / σητόβρωτος, ον, ΝΜΑ φαγωμένος από τα σκουλήκια, σκοροφαγωμένος, σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω, κατατρώγω»), πρβλ. μυό βρωτος] …   Dictionary of Greek

  • σητόκοπος — ον, Α σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. νεό κοπος] …   Dictionary of Greek

  • σητώ — άω, Α [σής, σητός] (για σκόρους) κατατρώγω …   Dictionary of Greek

  • δυσμίσητος — δυσμί̱σητος , δυσμίσητος much hated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισητός — μῑσητός , μισητός hateful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»